- κλασέρ, ο
- κλασέρ, ο και το (άκλ., λ. γαλλ.), χαρτοφύλακας από χαρτόνι για την ταξινόμηση και φύλαξη εγγράφων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλασέρ — το χαρτοφύλακας από χαρτόνι, μέσα στον οποίον ταξινομούνται και φυλάσσονται έγγραφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. classeur] … Dictionary of Greek
κλασάρισμα — το [κλασάρω] ταξινόμηση εγγράφων μέσα σε κλασέρ … Dictionary of Greek
κλασάρω — κατατάσσω έγγραφα με κλασέρ, ταξινομώ, ταξιθετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. classer + κατάλ. άρω χαρακτηριστική τών ξενικής προελεύσεως ρημάτων (πρβλ. αριβ άρω, κοντρολ άρω)] … Dictionary of Greek